επαγανακτώ

επαγανακτώ
ἐπαγανακτῶ, -έω (Α)
1. αγανακτώ, οργίζομαι («ἐπηγανάκτει δ' ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐχαλέπαινε», Πλούτ.)
2. (με δοτ.) αγανακτώ εναντίον κάποιου («τὸ ἐπαγανακτεῑν τοῑς ἀκολασταίνουσιν», Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”